- Σαρματίας
- Σαρματίᾱς , Σαρματίαfem acc plΣαρματίᾱς , Σαρματίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ορινεοί — οι αρχ. λαός τής ασιατικής Σαρματίας που κατοικούσε στα βόρεια τού Καυκάσου και τού ποταμού Βόλγα … Dictionary of Greek
Σαρμάτης — και ποιητ. τ. Σαμάτης και Σαυρομάτης, ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Σαρμάτες και οἱ Σαρμάται οι κάτοικοι τής Σαρματίας, νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον 6ο ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στα Ουράλια και στη … Dictionary of Greek
Σινδική — η, ΝΑ [Σινδοί] χώρα τής Σαρματίας, στη βορειοανατολική ακτή τού Εύξεινου Πόντου, η οποία εκτεινόταν ανάμεσα στη Μαιώτιδα λίμνη, σημερινή Αζοφική Θάλασσα, και στη χώρα τών Ζυγών, σημερινή χερσόνησο Τομάκ … Dictionary of Greek
Σινδοί — και Σίνδοι ή Σίνδονες, οι, ΝΑ σκυθικός λαός τής Σαρματίας που κατοικούσε στη Σ ινδική … Dictionary of Greek
Σιρακηνή — η, ΝΑ (στην αρχαιότητα) χώρα τής Σαρματίας στα βόρεια τού Καυκάσου, ανάμεσα στη Μαιώτιδα λίμνη, σημερινή Αζοφική Θάλασσα, και στην Ιβηρία, τη σημερινή Γεωργία … Dictionary of Greek
ιππόποδες — ἱππόποδες, οί (Α) (ονομασία μυθικής φυλής τής Σαρματίας) άνθρωποι που είχαν οπλές ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + ποδες (< πους), πρβλ. κονιορτό ποδες, κυνή ποδες] … Dictionary of Greek
Οδησσός — I Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Ελληνική πόλη που είχε χτιστεί από Μιλήσιους αποίκους τον 6o αι. π.Χ. και γρήγορα εξελίχθηκε σε εμπορική. Μαζί με τις ελληνικές πόλεις Τόμι, Καλλατία, Μεσημβρία και Απολλωνία, αποτέλεσε την εκεί ελληνική… … Dictionary of Greek
Υλαία — Δασώδης χώρα της Σκυθίας, που εκτεινόταν από τις εκβολές του ποταμού Βορυσθένη (Δνείπερου) ως την Υπακύριδα (Καλαντζάκ) της ευρωπαϊκής Σαρματίας. Μερικοί συγγραφείς την έλεγαν και Υβική. Σήμερα αποτελεί το πιο έρημο μέρος της στέπας της ΝΑ… … Dictionary of Greek